αποσοβώ — αποσοβώ, αποσόβησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσοβώ — (ΑΜ ἀποσοβῶ, έω) [σοβώ] αποτρέπω, ματαιώνω αρχ. διώχνω, εκφοβίζω … Dictionary of Greek
αποσοβώ — ησα, ήθηκα, απομακρύνω, αποτρέπω: Οι ηγέτες των μεγάλων κρατών του κόσμου μπορούν, αν θέλουν, να αποσοβήσουν έναν νέο πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… … Dictionary of Greek
αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… … Dictionary of Greek
ανταρκώ — ἀνταρκῶ ( έω) (Α) 1. είμαι αρκετά ισχυρός ώστε να αντισταθώ σε κάποιον 2. αντέχω, αντιστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + αρκώ «αποκρούω, αποσοβώ, αντέχω»] … Dictionary of Greek
απαμύνω — ἀπαμύνω (Α) εμποδίζω, απομακρύνω, αποσοβώ, προφυλάσσω, υπερασπίζω … Dictionary of Greek
απελαύνω — (AM ἀπελαύνω) [ελαύνω] νεοελλ. απομακρύνω, εκτοπίζω κάποιον έξω από τα σύνορα της χώρας αρχ. Ι. 1. εκδιώκω κάποιον μακριά από έναν τόπο 2. εξορίζω κάποιον 3. κρατώ κάποιον σε απόσταση 4. εξαλείφω, αποσοβώ κάτι II. (αμτβ.) 1. αποχωρώ, απέρχομαι 2 … Dictionary of Greek
αποσόβηση — η (ΑΜ ἀποσόβησις) [αποσοβώ] η παρεμπόδιση ή αποτροπή συνήθως κάποιου ανεπιθύμητου γεγονότος ή κάποιας ανεπιθύμητης έκβασης … Dictionary of Greek
αποτρέπω — (AM ἀποτρέπω) 1. εμποδίζω κάποιον από το να κάνει κάτι, μεταπείθω 2. εμποδίζω νά γίνει κάτι, αποσοβώ αρχ. Ι. 1. γυρίζω, στρέφω κάποιον προς τα πίσω, απομακρύνω 2. αποκρούω, απωθώ 3. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ή εναντίον κάποιου II. ( ομαι) 1 … Dictionary of Greek